αναπληρωτικός

αναπληρωτικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναπληρωτικός" в других словарях:

  • αναπληρωτικός — ή, ό (Α ἀναπληρωτικός, ή, όν) ο αναπληρωματικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπληρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Αντ. Ροντήρη] …   Dictionary of Greek

  • ἀναπληρωτικά — ἀναπληρωτικός filling up neut nom/voc/acc pl ἀναπληρωτικά̱ , ἀναπληρωτικός filling up fem nom/voc/acc dual ἀναπληρωτικά̱ , ἀναπληρωτικός filling up fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρωτικῶν — ἀναπληρωτικός filling up fem gen pl ἀναπληρωτικός filling up masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρωτικόν — ἀναπληρωτικός filling up masc acc sg ἀναπληρωτικός filling up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρωτικαί — ἀναπληρωτικός filling up fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρωτικοῖς — ἀναπληρωτικός filling up masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρωτική — ἀναπληρωτικός filling up fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπληρωτικήν — ἀναπληρωτικός filling up fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»